καθησυχαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην καταπράυνση και γαλήνευση: Οι ειδήσεις που είχαμε από το μέτωπο ήταν καθησυχαστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακουφιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανακούφιση, που ανακουφίζει, που ελαφρύνει 2. καθησυχαστικός, καταπραϋντικός, παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερο λόγιο, σύνθετο < ανακουφίζω] … Dictionary of Greek
ησυχαστικός — ή, ό (Μ ἡσυχαστικός, ή, όν) [ησυχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα… … Dictionary of Greek
καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… … Dictionary of Greek
καταπραϋντικός — ή, ό καθησυχαστικός, ανακουφιστικός: Παίρνει καταπραϋντικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρήγορος — η, ο αυτός που φέρνει παρηγοριά, παρηγορητικός, καθησυχαστικός: Είναι παρήγορο πως η παγωνιά δε βρήκε όλα τα δέντρα ανθισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)